-
1 ἀναίρεσις
A taking up or away, esp. of dead bodies for burial, ;νεκρῶν Th.3.109
, 113; , cf. Antipho 5.68, Lys.2.7;ἀναίρεσιν δοῦναι E.Supp.18
; in a sea-fight,νεκρῶν ἢ ναυαγίων ἀ. Th.7.72
;τῶν ναυαγῶν X.HG1.7.5
.4 direct confutation of arguments, opp. διαίρεσις (confutation by drawing a distinction), Arist.SE 183a10; destruction (by argument),τινός Phld.Sign.12
.5 Astrol., = ἀκτινοβολία, Thrasyll. ap. Porph.in Ptol. 189.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναίρεσις
См. также в других словарях:
Άγνωστος Στρατιώτης — Η ταφή των μαχητών που τα σώματά τους έχουν χαθεί είναι πατροπαράδοτο ελληνικό έθιμο. Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν πως οι ψυχές εκείνων που δεν έχουν ταφεί βασανίζονται. Ο Όμηρος παρουσιάζει την ψυχή του Πάτροκλου να παρακαλά τον Αχιλλέα «θάψε με… … Dictionary of Greek